• Π. Τσαλδάρη 15 (ισόγειο), Κατερίνη
  • Ωράριο Λειτουργίας: Καθημερινά, ΔΕ - ΠΑ (κατόπιν ραντεβού)

Σύγχρονος εξοπλισμός

Ποιοτικές Υπηρεσίες

Συνεχής Εκπαίδευση

Άλλες Παθήσεις του Αμφιβληστροειδούς

1. ΕΠΙΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΕΙΔΙΚΗ ΜΕΜΒΡΑΝΗ

Σε μερικούς ανθρώπους, συνήθως μετά την ηλικία των 50 ετών, μπορεί να αναπτυχθεί μια μεμβράνη σαν ζελατίνη, η οποία επικάθεται πάνω στην ωχρά κηλίδα και ονομάζεται ιδιοπαθής επιαμφιβληστροειδική μεμβράνη. Αν και αρχικά δεν προκαλεί συμπτώματα, με την πάροδο του χρόνου, η μεμβράνη αυτή σταδιακά συρρικνώνεται και επηρεάζει την μικροσκοπική αρχιτεκτονική της επιφάνειας της ωχράς. Έτσι, η όραση βαθμιαία επιδεινώνεται ενώ ταυτόχρονα τα αντικείμενα εμφανίζονται παραμορφωμένα και οι ευθείες γραμμές παρουσιάζονται κυματιστές.

Μεμβράνες μπορούν επίσης να αναπτυχθούν και σε οφθαλμούς που παρουσιάζουν ρωγμές του αμφιβληστροειδούς ή σε οφθαλμούς που έχουν προσβληθεί από αγγειακές παθήσεις, ενδοφθάλμιες φλεγμονές ή τραύματα. Η διάγνωση γίνεται κυρίως με βυθοσκόπηση από εξειδικευμένους οφθαλμιάτρους. Τελευταία, έχει αναπτυχθεί ειδική τεχνολογία, η εξέταση OCT (βλ. οπτική τομογραφία συνοχής), η οποία με ακρίβεια καταγράφει τις αλλοιώσεις που επιφέρει η μεμβράνη στην υποκείμενη ωχρά κηλίδα. Η θεραπεία της επιαμφιβληστροειδικής μεμβράνης είναι χειρουργική. Ενδείξεις για χειρουργική αντιμετώπιση της μεμβράνης αποτελούν οι παρακάτω περιπτώσεις:

2. ΟΠΗ ΩΧΡΑΣ ΚΗΛΙΔΑΣ

Η οπή της ωχράς κηλίδας είναι ένα μικρό σχίσιμο στην περιοχή της ωχράς κηλίδας. Όταν αυτό συμβεί, η όραση γίνεται θολή και παραμορφωμένη στο κέντρο. Η οπή της ωχράς κηλίδας σχετίζεται με την εκφύλιση του υαλοειδούς, που είναι το ζελέ που γεμίζει το 80% του εσωτερικού του οφθαλμού. 

Το υαλοειδές φυσιολογικά είναι κολλημένο στον αμφιβληστροειδή, ωστόσο καθώς μεγαλώνουμε συσπάται, έλκει την επιφάνεια του αμφιβληστροειδούς και μερικές φορές προκαλεί μία ρωγμή στην ωχρά κηλίδα, που ονομάζεται οπή ωχράς. Σπανιότερα, οπή ωχράς κηλίδας μπορεί να εμφανιστεί σε άτομα με υψηλή μυωπία, μετά από τραύμα ή σε ασθενείς με χρόνιες οφθαλμικές παθήσεις, όπως η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια. Η οπή ωχράς κηλίδας εμφανίζεται περισσότερο σε άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών. Περίπου 70% των ατόμων αυτών είναι γυναίκες. Η οπή ωχράς κηλίδας θεραπεύεται με χειρουργική επέμβαση η οποία ονομάζεται υαλοειδεκτομή (ή βιτρεκτομή). Η εγχείρηση δεν είναι επώδυνη και συνήθως εκτελείται υπό τοπική αναισθησία.

3. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΟΡΩΔΗΣ ΧΟΡΙΟΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΕΙΔΟΠΑΘΕΙΑ

Η Κεντρική Ορώδης Χοριοαμφιβληστροειδοπάθεια (Central Serous Chorioretinopathy) είναι μια πάθηση της ωχράς κηλίδας (κεντρικό τμήμα του αμφιβληστροειδή, υπεύθυνη για την ευκρινή όραση). Η νόσος εμφανίζεται πιο συχνά σε άντρες και κυρίως σε ηλικίες από 22 έως 50 ετών. Η ακριβής αιτία που προκαλεί την πάθηση δεν είναι απόλυτα διευκρινισμένη. Οφείλεται σε ρήξεις των συνδέσμων μεταξύ των κυττάρων του μελάγχρου επιθηλίου (στρώμα του αμφιβληστροειδούς).

Υγρό από τα αιμοφόρα αγγεία του χοριοειδούς χιτώνα, που βρίσκεται κάτω από τον αμφιβληστροειδή, περνά μέσα από τις ρωγμές, σχηματίζοντας μια μικρή αποκόλληση αμφιβληστροειδούς κάτω από την ωχρά. Στις περισσότερες των περιπτώσεων χαρακτηρίζεται ως μια καλοήθης πάθηση και σε μεγάλο ποσοστό αυτοϊάται (περιορίζεται χωρίς θεραπεία, αφού το συγκεντρωμένο ορώδες υγρό απορροφάται από μόνο του). Ωστόσο, είναι αρκετές οι φορές που υποτροπιάζει ή που προσβάλλει και τους δύο οφθαλμούς. Τα συμπτώματα που προκαλεί η Κεντρική Ορώδης Χοριοαμφιβληστροειδοπάθεια συνήθως περιλαμβάνουν θόλωση της όρασης του προσβεβλημένου οφθαλμού (ή ένα κεντρικό τυφλό σημείο στο οπτικό πεδίο). Ο ασθενής μπορεί να παραπονιέται επίσης για παραμορφωμένη όραση (μεταμορφοψία) ή ακόμα και για μειωμένη αντίληψη των χρωμάτων. Αναφορικά με τους παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση της νόσου, φαίνεται πως η πάθηση σχετίζεται άμεσα με το άγχος, ιδιαίτερα σε ασθενείς με προσωπικότητα «τύπου Α» (φιλόδοξοι, τελειομανείς). Επίσης, φαίνεται πως την πάθηση συχνά «πυροδοτεί» η χρήση κορτιζόνης, είτε σε μορφή χαπιών, είτε σε μορφή ενέσιμων ή εισπνεόμενων σκευασμάτων. Ασθενείς με ιστορικό κεντρικής ορώδους χοριοαμφιβληστροειδοπάθειας πρέπει να αποφεύγουν την χρήση κορτιζόνης. Ακόμη, φαίνεται πως η πάθηση επηρεάζεται από την εγκυμοσύνη, καθώς συχνά πρωτοεμφανίζεται σε εγκύους με «επιθετική» μορφή. Τέλος, συνδέεται με διάφορες αυτοάνοσες παθήσεις, όπως ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος. Για την διάγνωση της πάθησης απαιτείται πλήρης οφθαλμολογικός έλεγχος. Ο έλεγχος περιλαμβάνει βυθοσκόπηση (μετά από μυδρίαση), όπου και παρατηρείται συλλογή υγρού κάτω από την ωχρά κηλίδα. Οι εξετάσεις οπτικής τομογραφίας συνοχής (βλ. OCT) και φλουοροαγγειογραφίας προσφέρουν μια λεπτομερή χαρτογράφηση της «ύποπτης» περιοχής για την παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου. Η Κεντρική Ορώδης Χοριοαμφιβληστροειδοπάθεια τις περισσότερες φορές δεν χρειάζεται θεραπεία, αφού αυτοπεριορίζεται (υποστρέφει). Θεραπευτική παρέμβαση αποφασίζεται μόνο όταν η πάθηση δεν υποχωρήσει μέσα σε διάστημα περίπου τριών μηνών ή αν υποτροπιάζει συχνά. Η βασική θεραπευτική προσέγγιση χαρακτηρίζεται από την εφαρμογή φωτοδυναμικής θεραπείας (PDT) με την χρήση ειδικού laser και κατάλληλης φωτοευαίσθητης ουσίας που εγχύεται στον ασθενή ενδοφλεβίως. Εναλλακτικά, μπορεί να εφαρμοστεί θερμικό laser (Argon laser), εφόσον διαπιστώνεται ότι τα σημεία διαρροής υγρού βρίσκονται μακριά από την κεντρική περιοχή της ωχράς κηλίδας. Τα τελευταία χρόνια, η χορήγηση επλερενόνης από το στόμα έχει δείξει καλά αποτελέσματα σε περιπτώσεις χρόνιας κεντρικής ορώδους χοριοαμφιβληστροειδοπάθειας.

4.ΑΠΟΦΡΑΞΗ ΑΡΤΗΡΙΑΣ ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΕΙΔΟΥΣ

Η απόφραξη αρτηρίας του αμφιβληστροειδούς είναι η διακοπή της ροής του αίματος στην κεντρική αρτηρία του αμφιβληστροειδούς ή σε κλάδο αυτής. Ο αμφιβληστροειδής χρειάζεται μια σταθερή παροχή αίματος για να παρέχει στα κύτταρα επαρκές οξυγόνο και θρεπτικά συστατικά. Ωστόσο, είναι πιθανό κάποιο από τα αγγεία που μεταφέρει αίμα προς τον αμφιβληστροειδή να αποφραχθεί.Η απόφραξη αρτηρίας του αμφιβληστροειδούς φαίνεται να επηρεάζει περισσότερο τους άνδρες σε σύγκριση με τις γυναίκες.

Αίτια απόφραξης αρτηρίας του αμφιβληστροειδούς μπορεί να αποτελούν η θρόμβωση, η παρουσία κάποιου εμβόλου (συνήθως από την καρδιά), η φλεγμονή ή ο τραυματισμός. Οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου είναι:

Τα συμπτώματα της απόφραξης αρτηρίας αμφιβληστροειδούς περιλαμβάνουν αιφνίδια θόλωση ή απώλεια της όρασης η οποία μπορεί να αφορά σε όλο τον οφθαλμό (αν πρόκειται για απόφραξη κεντρικής αρτηρίας) ή σε μέρος του οφθαλμού (αν πρόκειται για απόφραξη κλάδου κεντρικής αρτηρίας) και να συνοδεύεται από απώλεια κεντρικής όρασης (σε απόφραξη κλάδου κεντρικής αρτηρίας). Η θεραπεία δυστυχώς είναι δύσκολη και συχνά αναποτελεσματική. Η θεραπεία απόφραξης αρτηρίας αμφιβληστροειδούς πρέπει να είναι άμεση (μέσα στις πρώτες 2-3 ώρες). Η εισπνοή αέρα πλούσιου σε CO2 μπορεί να βοηθήσει τα αγγεία να διασταλούν και να επιτρέψει περισσότερη εισροή αίματος. Επίσης, ο οφθαλμίατρος μπορεί μέσω παρακέντησης να αφαιρέσει υδατοειδές υγρό από τον πρόσθιο θάλαμο, προκειμένου να μειώσει την ενδοφθάλμια πίεση και να απομακρύνει το έμβολο από την περιοχή της απόφραξης. Τέλος, η έγχυση αντιθρομβωτικού φαρμάκου μπορεί να βοηθήσει στην θεραπεία της απόφραξης.

5. ΘΡΟΜΒΩΣΗ ΦΛΕΒΑΣ ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΕΙΔΟΥΣ

Θρόμβωση φλέβας αμφιβληστροειδούς είναι η θρόμβωση των φλεβών που απάγουν το αίμα από τον αμφιβληστροειδή. Η θρόμβωση μπορεί να αφορά την κεντρική φλέβα του αμφιβληστροειδούς ή κλάδο αυτής. Η θρόμβωση κλάδου φλέβας αμφιβληστροειδούς είναι 2-3 φορές πιο συχνή από την θρόμβωση της κεντρικής φλέβας αμφιβληστροειδούς. Το πιο συχνό αίτιο θρόμβωσης φλέβας αμφιβληστροειδούς είναι η σκλήρυνση των αρτηριών (αθηροσκλήρωση) και ο σχηματισμός θρόμβου.

 Η θρόμβωση συνήθως συμβαίνει στα σημεία διασταύρωσης αρτηρίας με φλέβα, όπου η παχυσμένη από αθηροσκλήρωση αρτηρία πιέζει την φλέβα που βρίσκεται από κάτω της. Οι ασθενείς που έχουν διαγνωστεί με απόφραξη φλέβας στον ένα οφθαλμό έχουν αυξημένο κίνδυνο (9-15%) να εμφανίσουν την ίδια επιπλοκή στον ίδιο ή τον άλλο οφθαλμό στη διάρκεια των επόμενων 5 ετών. Οι σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου για θρόμβωση φλέβας αμφιβληστροειδούς είναι:

Τα συμπτώματα της θρόμβωσης φλέβας αμφιβληστροειδούς περιλαμβάνουν αιφνίδια, ανώδυνη απώλεια όρασης ή τμήματος του οπτικού πεδίου του οφθαλμού.

Η θεραπεία συνίσταται σε: